- προπεριελίσσω
- προπερι-ελίσσω,A twist round first, Aen.Tact.31.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προπεριελίσσω — Α περιτυλίσσω από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + περιελίσσω «περιτυλίγω»] … Dictionary of Greek
προπεριελίξαντα — προπεριελίσσω twist round first aor part act neut nom/voc/acc pl προπεριελίσσω twist round first aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… … Dictionary of Greek